ἀποκαλύψεις

ἀποκαλύψεις
ἀποκάλυψις
uncovering
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀποκάλυψις
uncovering
fem nom/acc pl (attic)
ἀποκαλύπτω
uncover
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀποκαλύπτω
uncover
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ригас — (Константин) новогреческий поэт и патриот (1757 1798). Французская революция навела его на мысль освободить родину от турецкого владычества. В 1790 г. он оставил службу у валашского господаря и отправился в Вену с целью организовать революционный …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • отъкрыти — ОТЪКРЫ|ТИ (110), Ю, ѤТЬ гл. 1.Открыть, раскрыть: И тѹ абиѥ отъкрышѧ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. (ἤνοιξαν) Изб 1076, 272–272 об.; отъкры || гроба ст҃ою. СкБГ XII, 19б–в; и пристѹпльше ѿкрыша фелонь. и видѣша тѣло ѥго наго. ПрЛ 1282, 131а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”